- Δαρειογενής
- Δαρειογενής, -ές (Α)ο γεννημένος από τον Δάρειο («Ξέρξης βασιλεύς Δαρειογενής»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Δαρείος + -γενής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δαρειογενής — born from Darius masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek